φιλοτήσιος

φιλοτήσιος
φῐλοτήσιος, α, ον, also ος, ον Thgn.489: [dialect] Dor. [full] φῐλοτάσιος [pron. full] [ᾱ], ον, S.El.1073 (lyr.):—
A of friendship or love, promoting it,

φ. ἔργα Od.11.246

;

φ. δίαιτα S.

l.c.;

φ. χορός Ar.Fr.675

(lyr.);

τέρψις Phld.Hom. p.25

O.;

μέλος Plu.2.329e

;

εὐνή Opp.C.3.375

.
II ἡ φιλοτησία, with or without κύλιξ, the cup sacred to friendship, the loving-cup,

ἡ μὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος Thgn.

l. c.;

πῖνε, κατάκεισο, λαβὲ τήνδε φιλοτησίαν Ar.Ach.985

(lyr.);

κύλιξ φ. Id.Lys.203

;

φ. σοι τήνδ' ἐγὼ . . κύλικα προπίομαι Alex.291

;

φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Theopomp.Com.32.9

;

φιλοτησίαν παρέχειν Luc.Sat.18

: pl.,

φιλοτησίας προπίνειν D. 19.128

, Luc.Herm.11, Gall.12: hence in Alex. 58
, τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς προπίνω, Meineke read τρεῖς for τῆς: jestingly, ἡ τοῦ φαρμάκου φ. Theopomp. Hist. 177.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοτήσιος — of friendship masc nom sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτήσιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και ος, και φιλητήσιος, ία, ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, ον, Α 1. αυτός που γίνεται από φιλία, από αγάπη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί φιλία 3. (κατ επέκτ.) ευάρεστος, προσφιλής («φιλοτήσιον βρῶμα συσκευάζομεν», Ευστ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • φιλοτήσιον — φιλοτήσιος of friendship masc acc sg φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem acc sg φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίου — φιλοτήσιος of friendship masc/neut gen sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίῳ — φιλοτήσιος of friendship masc/neut dat sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτήσια — φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc pl φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτήσιε — φιλοτήσιος of friendship masc voc sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίαις — φιλοτήσιος of friendship fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίῃ — φιλοτήσιος of friendship fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • φιλοτασίῳ — φιλοτᾱσίῳ , φιλοτήσιος of friendship masc/neut dat sg (doric) φιλοτᾱσίῳ , φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”